Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ματώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [maˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. ματώνω (χτυπώντας):

ματώνω

2. ματώνω (πληγώνω):

ματώνω

3. ματώνω (τραυματίζω ψυχικά):

ματώνω

II . ματώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [maˈtɔnɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский