Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: dürfen , Surfen , werfen και surfen

II . werfen <wirft, warf, geworfen> [ˈvɛrfən] VERB αυτοπ ρήμα sich werfen

2. werfen (angreifen):

sich werfen auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский