Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γεννώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γενν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [jɛˈnɔ] VERB μεταβ

2. γεννώ (αβγά):

γεννώ

3. γεννώ μτφ (προξενώ):

γεννώ
γεννώ ερωτήματα

II . γεννιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με γεννώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский