Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχηματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχηματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sçimaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. σχηματίζω (δημιουργώ, διαπλάθω):

σχηματίζω
σχηματίζω γνώμη

2. σχηματίζω (διαγράφω):

σχηματίζω

Παραδειγματικές φράσεις με σχηματίζω

σχηματίζω γνώμη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский