Ελληνικά » Γερμανικά

σχετικ|ός <-ή, -ό> [sçɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. σχετικός (συναφής):

σχετικός με τον Χ

Παραδειγματικές φράσεις με σχετικός

σχετικός αριθμός
relative Zahl θηλ
σχετικός άνεμος ΝΑΥΣ
Fahrtwind αρσ
σχετικός με τον Χ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский