Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορμώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ορμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɔrˈmɔ] VERB μεταβ

1. ορμώ (τρέχω):

ορμώ

2. ορμώ (ρίχνομαι):

ορμώ πάνω σε
sich stürzen auf +αιτ

II . ορμώμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский