Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκορπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκορ|πίζω [skɔrˈpizɔ], σκορπ|ώ [skɔrˈpɔ] <-άς, -σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

1. σκορπίζω (ρίχνω):

σκορπίζω

2. σκορπίζω (εδώ κι εκεί):

σκορπίζω
σκορπίζω τα λεφτά μου μτφ

3. σκορπίζω (διαχέω):

σκορπίζω

II . σκορ|πίζω [skɔrˈpizɔ], σκορπ|ώ [skɔrˈpɔ] <-άς, -σα, -στηκα, -σμένος> VERB αμετάβ (συντρίβομαι)

σκορπίζω

III . σκορπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με σκορπίζω

σκορπίζω τα λεφτά μου μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский