Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: anmit , adlig , womit , somit , Limit και damit

anmit [ˈanmɪt] ΕΠΊΡΡ CH

anmit s. hiermit

Βλέπε και: hiermit

somit [ˈzoːmɪt, zoˈmɪt] ΕΠΊΡΡ

womit [voˈmɪt] ΕΠΊΡΡ

2. womit (relativ):

adlig [ˈaːdlɪç] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский