Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευγενής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ευγεν|ής <-ής, -ές> [ɛvjɛˈnis] ΕΠΊΘ

1. ευγενής (της αριστοκρατίας):

ευγενής

2. ευγενής (ιδεώδη, αισθήματα):

ευγενής

3. ευγενής (ευγενικός):

ευγενής

ιδιωτισμοί:

Edelmetall ουδ

II . ευγεν|ής [ɛvjɛˈnis] SUBST mf (άνθρωπος αριστοκρατικού γένους)

ευγενής
Adlige(r) mf

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский