Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εύγλωττος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εύγλωττ|ος <-η, -ο> [ˈɛvɣlɔtɔs] ΕΠΊΘ

εύγλωττος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский