Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευγενικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευγενικ|ός <-ή, -ό> [ɛvjɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ευγενικός (με καλούς τρόπους):

ευγενικός

2. ευγενικός (αβρός, εγκάρδιος και πρόθυμος):

ευγενικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский