Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „feinmachen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

fein|machenπαλαιότ

feinmachen → fein II.2

Βλέπε και: fein

I . fein [faɪn] ΕΠΊΘ

1. fein (nicht grob):

fin(e)

2. fein (dünn, zart):

fin(e)

4. fein οικ (anständig):

sympa οικ
fein ειρων Freund, Helfer, Verwandte
drôle de πρόθεμα

5. fein (scharf):

fin(e)

6. fein (vornehm):

7. fein (dezent):

fin(e)

8. fein (sehr gut):

fein!
super ! οικ

ιδιωτισμοί:

fein [he]raus sein οικ

II . fein [faɪn] ΕΠΊΡΡ

1. fein παιδ γλώσσ:

sei fein artig [o. brav]!

2. fein (schön):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "feinmachen" σε άλλες γλώσσες

"feinmachen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina