Γερμανικά » Αγγλικά

unbegrenzte Laufzeit phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

Zeit <-, -en> [tsait] ΟΥΣ θηλ

2. Zeit (Zeitraum):

for a while [or a time]
auf Zeit kaufen ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
mit etw δοτ hat es noch Zeit
for a time
sich δοτ [mit etw δοτ] Zeit lassen
in der Zeit vom ... bis ...
in the time between ... and ...
sich δοτ [mehr] Zeit [für jdn/etw] nehmen
jdm die Zeit stehlen οικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

unbegrenzte Laufzeit

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文