Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: contreficher , réafficher , relâcher , effilocher , enficher και afficher

contreficher [kɔ͂tʀəfiʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

auf etw αιτ pfeifen οικ

II . afficher [afiʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. afficher Η/Υ:

I . effilocher [efilɔʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

II . effilocher [efilɔʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . relâcher [ʀ(ə)lɑʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. relâcher (desserrer):

2. relâcher (libérer):

3. relâcher (cesser de tenir):

II . relâcher [ʀ(ə)lɑʃe] ΡΉΜΑ αμετάβ ΝΑΥΣ

III . relâcher [ʀ(ə)lɑʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se relâcher

1. relâcher (se desserrer):

3. relâcher (perdre son ardeur):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina