Γαλλικά » Γερμανικά

I . hausser [ˊose] ΡΉΜΑ μεταβ

1. hausser (surélever):

2. hausser (amplifier):

Παραδειγματικές φράσεις με hausses

vague de hausses des prix

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina