Γαλλικά » Γερμανικά

II . guérir [geʀiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. guérir (disparaître) chagrin, douleur morale:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina