Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: débutant , debout , débine και début

début αρσ

début → commencement

Beginn αρσ
Anfang αρσ

débine [debin] ΟΥΣ θηλ πολύ οικ!

débine (misère):

Klemme θηλ
Not θηλ

ιδιωτισμοί:

II . débutant(e) [debytɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

1. débutant (élève, ouvrier):

Anfänger(in) αρσ (θηλ)

2. débutant (acteur):

Debütant(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina