Γαλλικά » Γερμανικά

débine [debin] ΟΥΣ θηλ πολύ οικ!

débine (misère):

débine
Klemme θηλ
débine
Not θηλ

ιδιωτισμοί:

tomber dans la débine

II . débiner [debine] οικ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με débine

tomber dans la débine

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "débine" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina