Γαλλικά » Γερμανικά

I . associé(e) [asɔsje] ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ ΕΠΊΘ

associé-gérant (associée-gérante) <associés-gérants> [asɔsjeʒeʀɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ, θηλ

I . associer [asɔsje] ΡΉΜΑ μεταβ

II . associer [asɔsje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "associée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina