Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: annonce , annuellement , anneler , annexer , annexe και annexion

annexion [anɛksjɔ͂] ΟΥΣ θηλ

I . annexe [anɛks] ΕΠΊΘ

II . annexe [anɛks] ΟΥΣ θηλ

1. annexe ΟΙΚΟΔ:

Nebengebäude ουδ

annuellement [anɥɛlmɑ͂] ΕΠΊΡΡ

II . annonce [anɔ͂s]

anneler ΑΡΧΙΤ ειδικ ορολ
anwirteln ειδικ ορολ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina