Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

wantage στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για wantage στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά

2. advantage U (gain):

to take advantage of sth μειωτ
to take advantage of sb (seduce) ευφημ, παρωχ
aprovecharse or abusar de alguien ευφημ, παρωχ

Βλέπε και: want

1.1. want (require, desire):

¿se le ofrece algo? τυπικ
¿deseaba algo? τυπικ
to want sb/sth -ing

2. want (need):

the referee wants his eyes testing βρετ οικ

2. want U (lack, absence):

falta θηλ
carencia θηλ τυπικ

II.wanton [αμερικ ˈwɑnt(ə)n, βρετ ˈwɒntən] ΟΥΣ λογοτεχνικό, αρχαϊκ

II.vintage [αμερικ ˈvɪn(t)ɪdʒ, βρετ ˈvɪntɪdʒ] ΕΠΊΘ προσδιορ, no συγκρ

wantage στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για wantage στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά

Βρετανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文