στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


modesto [moˈdɛsto] ΕΠΊΘ
1. modesto (senza vanità):
2. modesto (limitato):
3. modesto (mediocre):
4. modesto (senza fasti):


στο λεξικό PONS


modesto (-a) [mo·ˈdɛs·to] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.