στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. laureato [laureˈato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
laureato → laureare
II. laureato [laureˈato] ΕΠΊΘ
III. laureato (laureata) [laureˈato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. laureare [laureˈare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. laurearsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. laurearsi (conseguire una laurea):
-
- laureato αρσ
στο λεξικό PONS
-
- laureato(-a) αρσ (θηλ) αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.