I. nonstop, non stop [nɔn stɔp] <inv> ΕΠΊΘ
II. nonstop, non stop [nɔn stɔp] <-> ΟΥΣ θηλ TV
I. sottaceto, sott'aceto [sot·ta·ˈtʃe:·to] ΕΠΊΘ <inv>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.