στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. non-stop [βρετ nɒnˈstɒp, αμερικ ˌnɑnˈstɑp] ΕΠΊΘ
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 I. nonstop [ˌnɑ:n·ˈstɑ:p] ΕΠΊΘ
2. nonstop (uninterrupted):
-  nonstop
-  
II. nonstop [ˌnɑ:n·ˈstɑ:p] ΕΠΊΡΡ
-  nonstop
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
