I. frenato [freˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
frenato → frenare
II. frenato [freˈnato] ΕΠΊΘ
I. frenare [freˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
3. frenare (controllare):
II. frenare [freˈnare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.