στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
elettrico <πλ elettrici, elettriche> [eˈlɛttriko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. elettrico ΤΕΧΝΟΛ:
- alzacristalli elettrici
-
- alzacristalli elettrici (meccanismo)
-
στο λεξικό PONS
I. elettrico (-a) <-ci, -che> [e·ˈlɛt·tri·ko] ΕΠΊΘ
II. elettrico (-a) <-ci, -che> [e·ˈlɛt·tri·ko] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- elettrico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.