I. annegato [anneˈɡato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
annegato → annegare
III. annegato (annegata) [anneˈɡato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. annegare [anneˈɡare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. annegare [anneˈɡare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.