στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. abbonato [abboˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
abbonato → abbonare
II. abbonato [abboˈnato] ΕΠΊΘ
III. abbonato (abbonata) [abboˈnato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
I. abbonato (-a) [ab·bo·ˈna:·to] ΕΠΊΘ
-
- abbonato(-a) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.