I. mal <davanti a sostantivo maschile singolare> [mal] ΕΠΊΘ
mal → malo
II. mal [mal] ΕΠΊΡΡ
III. mal [mal] ΟΥΣ αρσ
I. malo [ˈmalo, -a] ΕΠΊΘ mala
1. malo (no bueno, malvado):
I. malo [ˈmalo, -a] ΕΠΊΘ mala
1. malo (no bueno, malvado):
- mal avenido
-
- mal avenido (matrimonio)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.