Oxford Spanish Dictionary
chueco1 (chueca) ΕΠΊΘ
1. chueco λατινοαμερ (torcido):
2.1. chueco οικ (desleal, deshonesto):
2.2. chueco:
3.1. chueco οικ, προσβλ (cojo):
chueco2 (chueca) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. chueco οικ (desleal, deshonesto):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.