Oxford Spanish Dictionary
chueco1 (chueca) ΕΠΊΘ
1. chueco λατινοαμερ (torcido):
2.1. chueco οικ (desleal, deshonesto):
- chueco (chueca) Χιλ Μεξ persona
-
- chueco (chueca) Χιλ Μεξ persona
-
- chueco (chueca) Χιλ Μεξ persona
-
2.2. chueco:
3.1. chueco οικ, προσβλ (cojo):
chueco2 (chueca) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. chueco οικ (desleal, deshonesto):
2. chueco Μεξ οικ, προσβλ (cojo):
- chueco (chueca)
- cripple παρωχ o προσβλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.