I. weiter [ˈvaɪtɐ] συγκρ von weit ΕΠΊΘ
II. weiter [ˈvaɪtɐ] συγκρ von weit ΕΠΊΡΡ
2. weiter (sonst):
I. weit [vaɪt] ΕΠΊΘ
1. weit (entfernt, lang):
2. weit (breit):
II. weit [vaɪt] ΕΠΊΡΡ
1. weit (räumlich, zeitlich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.