I. scharf <schärfer, schärfste> [ʃarf] ΕΠΊΘ
5. scharf (streng):
7. scharf (detonationsfähig):
8. scharf (heftig):
10. scharf (gut, ausgeprägt):
11. scharf ΟΠΤ, ΦΩΤΟΓΡ:
13. scharf (forciert):
15. scharf οικ (aufreizend):
16. scharf οικ (versessen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.