I. aigu (aigüe) [egy] ΕΠΊΘ
2. aigu (coupant):
- aigu (aigüe)
-
4. aigu (vif):
- aigu (aigüe) intelligence, perception
-
5. aigu (violent):
6. aigu (à son paroxysme):
- aigu (aigüe) crise
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.