I. pointu(e) [pwɛ͂ty] ΕΠΊΘ
1. pointu:
- pointu(e)
-
2. pointu (grêle et aigu):
- pointu(e)
-
3. pointu (très poussé):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.