I. zäh <zäher, am zäh(e)sten> [tsɛ:] ΕΠΊΘ
1. zäh (eine feste Konsistenz aufweisend):
3. zäh (hartnäckig, schleppend):
II. zäh <zäher, am zäh(e)sten> [tsɛ:] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.