I. wun·der·voll ΕΠΊΘ
1. wundervoll (herrlich):
2. wundervoll (wie ein Wunder):
II. wun·der·voll ΕΠΊΡΡ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.