I. viel·sei·tig [ˈfi:lzaitɪç] ΕΠΊΘ
1. vielseitig (in vielerlei Hinsicht):
2. vielseitig (vielfach):
II. viel·sei·tig [ˈfi:lzaitɪç] ΕΠΊΡΡ
1. vielseitig (in vieler Hinsicht):
2. vielseitig (in verschiedener Weise):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.