I. ver·ein·zelt [fɛɐ̯ˈʔaintsl̩t] ΕΠΊΘ
1. vereinzelt ΜΕΤΕΩΡ (örtlich):
- vereinzelt
-
2. vereinzelt (sporadisch auftretend):
- vereinzelt
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.