I. un·gleich·mä·ßig ΕΠΊΘ
1. ungleichmäßig (unregelmäßig):
2. ungleichmäßig (nicht zu gleichen Teilen):
II. un·gleich·mä·ßig ΕΠΊΡΡ
1. ungleichmäßig (unregelmäßig):
2. ungleichmäßig (ungleich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.