στο λεξικό PONS
un·echt [ˈʊnʔɛçt] ΕΠΊΘ
1. unecht (imitiert):
Fac·to·ring <-s> [ˈfɛktərɪŋ] ΟΥΣ ουδ kein πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unechtes Factoring phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Factoring ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
