I. un·be·hol·fen [ˈʊnbəhɔlfn̩] ΕΠΊΘ
II. un·be·hol·fen [ˈʊnbəhɔlfn̩] ΕΠΊΡΡ
1. unbeholfen (schwerfällig):
2. unbeholfen (wenig gewandt):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.