στο λεξικό PONS
ˈstop but·ton ΟΥΣ
1. stop button (audio, video):
-
- Stopptaste θηλ
2. stop button (in a bus):
3. stop button ΤΕΧΝΟΛ (on machine):
-
- Abstelltaste θηλ
Stopπαλαιότ <-s, -s> [ʃtɔp] ΟΥΣ αρσ
Stop → Stopp
Stopp <-s, -s> [ʃtɔp] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.