στο λεξικό PONS
I. rück·sichts·los ΕΠΊΘ
1. rücksichtslos (keine Rücksicht kennend):
2. rücksichtslos (schonungslos):
II. rück·sichts·los ΕΠΊΡΡ
1. rücksichtslos (ohne Nachsicht):
2. rücksichtslos (schonungslos):
Un·be·küm·mert·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
rücksichtslose Unbekümmertheit phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Rückschluss
- Rückschritt
- rückschrittlich
- Rückseite
- rückseitig
- rücksichtslose Unbekümmertheit
- Rücksichtslosigkeit
- rücksichtsvoll
- Rücksitz
- Rücksitzbank
- Rückspiegel