I. ge·weiht ΡΉΜΑ
geweiht μετ παρακειμ: weihen
II. ge·weiht ΕΠΊΘ
-
- geweiht τυπικ
- sainted place
- geweiht
-
- geweiht
- to consecrate sth
- etw weihen
- to consecrate sb
- jdn weihen [o. ειδικ ορολ ordinieren]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.