ge·go·ren [gəˈgo:rən] ΡΉΜΑ
gegoren μετ παρακειμ: gären
gä·ren <gärt, gor [o. gärte], gegoren [o. gegärt] gärt, gärte, gegärt> [ˈgɛ:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein o haben
gä·ren <gärt, gor [o. gärte], gegoren [o. gegärt] gärt, gärte, gegärt> [ˈgɛ:rən] ΡΉΜΑ αμετάβ +sein o haben
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.