στο λεξικό PONS
Schluss·fol·ge·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ver·län·ge·rungs·wech·sel <-s, -> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ver·zö·ge·rungs·tak·tik <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ver·zö·ge·rungs·scha·den <-s, -schäden> ΟΥΣ αρσ
An·la·ge·rungs·re·ak·ti·on ΟΥΣ θηλ ΧΗΜ
Ver·stei·ge·rungs·kauf <-(e)s, -käufe> ΟΥΣ αρσ
Ver·stei·ge·rungs·fir·ma ΟΥΣ θηλ
Stei·ge·rungs·form <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΓΛΩΣΣ
Preis·stei·ge·rungs·ra·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Wertsteigerungsrecht ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Verlängerungsoption ΟΥΣ θηλ ΑΚΊΝ
Steigerungsrate ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Nachfolger(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- Nachfolger(in)
-
Steigerung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Einbürgerungstest ΟΥΣ αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Verzögerungsspur ΥΠΟΔΟΜΉ
Verzögerungsstrecke ΥΠΟΔΟΜΉ
Verzögerungszeit
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.