I. fei·er·lich [ˈfaiɐlɪç] ΕΠΊΘ
1. feierlich (erhebend):
2. feierlich (nachdrücklich):
-  die feierliche Aushändigung [von etw δοτ/einer S. γεν]
 -  
 
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.