da·hin|fal·len ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein CH τυπικ
dahinfallen → entfallen
ent·fal·len* ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein
1. entfallen (dem Gedächtnis entschwinden):
2. entfallen (wegfallen):
3. entfallen (als Anteil zustehen):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
